Friday, October 12, 2007

Πεντε πουλια.

Δεν συνέχισα και έστρωσα σιγά σιγά τα πούλια μου για την τελική επίθεση, η οποία ήταν καταιγιστική. Πέντε πούλια σε τρεις ζαριές και ο Χαρούλης δεν ήξερε από πού του έρχονταν.

Μόλις έριξα την τελευταία ζαριά, ο Χαρούλης πήγε να κλείσει το τάβλι αλλά τον πρόλαβα. «Όχι ακόμα, Ρούλη. Λοιπον, μου χρωστάς εικοσιτέσσερις ώρες και …δέκα και έξι επί δέκα…εκατόν εξήντα ευρώ.»

«Ε;! Μα-»

«Δεν έχει μα. Κάναμε μια συμφωνία και έχασες.»

«Μα δεν έχω τίποτα,» μου απάντησε ενώ έβγαλε από τις τσέπες του κάτι κέρματα.

«Κι αυτά τι είναι;»

«Αυτά είναι για το δρόμο, για τα διόδια.»

«Μ' αμάξι θα πάμε; Τέλος πάντων. Δέχομαι και επιταγές.»

«Από ποιό λογαριασμό;»

«Από τον δικό σου.»

«Μα δεν έχω λογαριασμό

«Καλά, βρε Χαρούλη. Επειδή είμαι καλή ψυχή, θα σ' αφήσω να μου τα φέρεις αύριο που θα γυρίσεις.»

«Αύριο;»

«Ναι, αύριο. Λοιπόν, άντε στο καλό γιατί έχω και κάτι δουλίτσες.»

«Μα…δεν έχω πού να μείνω. Τι θα κάνω τόσες ώρες;»

«Πήγαινε σε κάνα ξενοδοχείο, σε κάνα σινεμά. Εγώ θα σου πω;»

«Μα, δεν έχω λεφτά.»

«Τόσο το καλύτερο. Πήγαινε σε καμιά διαδήλωση κατά του Ιράκ. Θα έχεις μεγάλο σουξέ.»

«Εντάξει, λοιπόν. Αλλά θα έρθω αύριο.»

«Ναι, εντάξει. Α, και μην βγεις από το μπαλκόνι. Βγες από την πόρτα κανονικά. Μην πάρεις το ασανσέρ, γιατί έχει χαλάσει.»

Πράγματι, με βαριά βήματα, ο Χαρούλης πήρε το δρεπάνι του, πέρασε το διάδρομο, και αφού βγήκε στο χωλ, άκουσα την πόρτα να κλείνει. Έτρεξα να προλάβω να του πω να προσέχει γιατί ο Κωστάκης συχνά κατουράει στις σκάλες. Μόλις άνοιξα την εξώπορτα άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο και μια σπαραχτική κραυγή. Έκλεισα την πόρτα, ανακουφισμένος που δε θα χρειαζόταν να φωνάξω, και κάθισα στην δερμάτινη καρέκλα.

Μετά από καμιά ώρα, χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα και δεν πίστευα στα μάτια μου: Δύο ασπροντυμένοι άντρες, αυτή τη φορά, που κρατούσαν ένα άσπρο ύφασμα, πολύ κακοραμμένο. Αυτοί με πήραν και μ' έφεραν εδώ, δεσποινίς Στρουμφίτα μου, και να το πιστέψετε αυτό που σας λέω.

No comments: